ερυσιβώδης

ερυσιβώδης
-ες (AM ἐρυσιβώδης, -ες) [ερυσίβη]
1. αυτός που πάσχει από ερυσίβη («ερυσιβώδη άνθη»)
2. φρ. «ερυσιβώδης όλυρα» — για σκληρώτια τού μήκυτα laviceps purpurea.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐρυσιβώδης — affected with rust masc/fem acc pl (attic epic doric) ἐρυσιβώδης affected with rust masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ἐρυσιβώδης affected with rust masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρυσιβώδη — ἐρυσιβώδης affected with rust neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐρυσιβώδης affected with rust masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐρυσιβώδης affected with rust masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρυσιβώδεις — ἐρυσιβώδης affected with rust masc/fem acc pl ἐρυσιβώδης affected with rust masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμβλωση — Η διακοπή της εγκυμοσύνης, που συνίσταται στην αποβολή του εμβρύου πριν από την πάροδο 28 εβδομάδων, οπότε το έμβρυο είναι πλέον βιώσιμο. Η ά. μπορεί να γίνει αυτόματα ή να προκληθεί τεχνητά. Η αυτόματη ά. συμβαίνει χωρίς την επέμβαση της ίδιας… …   Dictionary of Greek

  • όλυρα — η (ΑΜ ὄλυρα) νεοελλ. 1. βοτ. φυτό τής οικογένειας αγρωστώδη 2. φρ. «ερυσιβώδης όλυρα» (φαρμ.) ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα σκληρώτια μύκητα τού γένους κλάβιτσεψ, που περιέχουν διάφορες αλκαλοειδείς κυρίως ουσίες, όπως εργοταμίνη,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”